Διονύσης Σαββόπουλος: «Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» τρία περιστατικά που η επιτυχία του προκάλεσε μεγάλα προβλήματα

Ο Διονύσης Σαββόπουλος με το γνωστό αφηγηματικό αλλά και δηκτικό τρόπο του αφιέρωσε ένα κεφάλαιο της βιογραφίας του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» στη δύναμη αλλά και την ειρωνεία της δημοφιλίας που χαρίζουν τα σουξέ.

Ξεκινώντας από το «Ντιρλαντά» που βρίσκεται στον δίσκο «Το Περιβόλι του Τρελλού», ο Διονύσης Σαββόπουλος, που πέθανε χθες σε ηλικία 81 ετών, τοποθετεί τον εαυτό του στο επίκεντρο μιας δίνης όπου παλιοί καπεταναίοι, ακαδημαϊκοί και δικαστές καλούνται να ξεκαθαρίσουν τον ιδιοκτήτη ενός αδέσποτου τραγουδιού.

Συγκεκριμένα ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμάται: «Το «Ντιρλαντά», πάντως, δεν μου είχε βγει σε καλό. Ένας καπετάνιος από την Κάλυμνο βγήκε κι έλεγε τότε, το ’70, πως είναι δικό του. Πήγε και στον Παττακό…
-Στρατηγέ μου, μου κλέψαν το τραγούδι!
-Ποιος;
-Ο Σαββόπουλος!

Ύστερα με τρέχαν στον εισαγγελέα. Τους κατέθεσα επίσημη γνωμάτευση από το Τμήμα Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών ότι το τραγούδι είναι παραδοσιακό και δεν μπορεί να ανήκει σε κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο. Εξάλλου, είχα μόλις γνωρίσει στα γραφεία της «Lyra» τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Του ’χα μεγάλο σεβασμό. Μου λέει:
-Τι σου λένε, παιδί μου; Το τραγούδι είναι αρχαίο, το τραγουδούσαμε στις ψαρόβαρκες στα νιάτα μου.
-Έρχεσαι να το καταθέσεις, κυρ Γιάννη;
-Πώς, άμε!

Ήρθε ευθυτενής και πανύψηλος, κοστούμι μπλε ριγέ, στην πένα ο κυρ Γιάννης.
-Τι γνωρίζετε για την υπόθεση; ρωτάει ο εισαγγελέας.
-Ότι είναι αδέσποτο νησιώτικο. Το τραγουδούσαμε στη δουλειά τότε, απαντάει ο κυρ Γιάννης.
-Ποια δουλειά; Πότε;
-Το ’30 και πιο πριν. Ξυλομηχανή δουλεύαμε.
-Ποια ξυλομηχανή;
-Στα κουπιά. Στις ψαρόβαρκες ήμασταν.

Ο αντίδικος δικηγόρος, με βλέμμα αυστηρό και εντελώς άχρηστο, πάει δήθεν να στριμώξει τον κυρ Γιάννη και του απευθύνει την εξής αλαμπουρνέζικη ερώτηση:
-Έχετε άδεια αλιείας;
Βάλαμε τα γέλια. Τι του ’ρθε να ζητήσει μετά από οκτακόσια χρόνια;
-Πώς, άμε! λέει ο κυρ Γιάννης.

Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ξέραμε ότι ο λαϊκός άνθρωπος κουβαλάει πάνω του εφ’ όρου ζωής όλα τα επίσημα χαρτιά της ζωής του. Και πράγματι, ο κυρ Γιάννης βγάζει από την εσωτερική τσέπη του σακακιού ένα πάκο έγγραφα. Παραμερίζει το πιστοποιητικό γεννήσεως, το απολυτήριο του στρατού, το στεφανοχάρτι, την αγορά οικοπέδου και ανασύρει άδεια αλιείας του 1931. Κόκαλο ο αντίδικος.

Διαβάστε: Διονύσης Σαββόπουλος: Η ιστορική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο

Ο εισαγγελέας αποφάσισε ότι δεν είχα καμιά παράβαση. Αυτό λέω κι εγώ: μια ωραία διασκευή έκανα στο τραγούδι, και το είπα και γουστόζικα. Αλλά πάλι δεν ξεμπέρδεψα, γιατί ο αντίδικος κατάφερε να φτάσουμε σε δίκη, στην οποία εγώ πήγα ξέγνοιαστος, αφού είχα κοτζάμ Ακαδημία Αθηνών με το μέρος μου. Ο καπετάνιος όμως κουβάλησε το μισό νησί στη δίκη και φωνάζανε: «Ναι, ναι, ήμουν κι εγώ εκεί τη στιγμή που το έγραφε».

Δεν ξέρω αν αυτό έπαιξε ρόλο, πάντως ο δικαστής με έβαλε να δώσω στον καπετάνιο ό,τι έβγαλα τραγουδώντας το τραγούδι. Φαντάζομαι ότι ο καπετάνιος θα τα πήρε μετά και από την Νταλιντά και από τους Ιάπωνες και απ’ όλο τον κόσμο. (σσ. στο σημείο αυτό ο Σαββόπουλος αναφέρεται στις διασκευές του Ντιρλαντά) Χαλάλι του. Αν και κάποιο παράπονο μου έμεινε. Πήρα ένα άγνωστο τραγουδάκι του Αιγαίου που μου το έδειξε η Δόμνα Σαμίου, το ’κανα γνωστό σε όλο τον πλανήτη και τελικά βρέθηκα και να χρωστάω και να είμαι κλέφτης.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».

Διονύσης Σαββόπουλος: Τα πανέρια με τα λουλούδια που έφεραν την κατάσχεση

Στη συνέχεια ο Διονύσης Σαββόπουλος αφηγείται τη συνεργασία του με το νυχτερινό κέντρο «Δειλινά», εστιάζοντας στις αντιφάσεις της ελληνικής διασκέδασης και στο πώς μια απλή διαφωνία για λουλούδια και πανέρια εξελίχθηκε σε οικονομικό βάρος, διαμάχες με το μαγαζί και τον ιδιοκτήτη, και τελικά σε κατάσχεση των προσωπικών του αντικειμένων.

Στην βιογραφία του εξιστορεί: «Επειδή όμως η επιτυχία είναι επιτυχία, με θέλαν τώρα και τα μαγαζιά της παραλίας. Συμφώνησα με τα «Δειλινά» του Μιχαηλίδη. Θα παίζαμε με το γκρουπ μου κάθε Δευτέρα όλο το καλοκαίρι. Είπαμε όμως όχι λουλούδια και πανέρια, όχι μαχαιροπίρουνα. Όλα πήγανε καλά και την πρώτη και την επόμενη Δευτέρα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος

Ο Διονύσης Σαββόπουλος

Eurokinissi

Τη μεθεπόμενη Δευτέρα όμως, εκεί που έπαιζα κιθάρα, ανεβαίνει στο πάλκο η λουλουδού, με το πανέρι στο χέρι και με το άλλο μου δείχνει μεγαλοπρεπώς το τραπέζι των θαυμαστών που μου τα στέλνανε. Της έκανα νόημα να φύγει και κατέβηκε από το πάλκο. Αλλά μετά από λίγο ξανάρχεται, και εκεί που ήμουν σκυμμένος πάνω από την κιθάρα και τραγουδούσα όλο πάθος, με καπελώνει με τα λουλούδια και το πανέρι.

Διαβάστε: Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν εκμυστηρεύτηκε για τι είχε μετανιώσει στη ζωή του

Έγινα έξαλλος, κοπάνησα την κιθάρα στο δάπεδο, κομμάτια την έκανα. Σταμάτησα το πρόγραμμα, έφυγα και δεν ξαναγύρισα. Αλλά ο Μιχαηλίδης μου έκανε μήνυση για αθέτηση συμβολαίου, αποθεματική ζημία, διαφυγόντα κέρδη, και, και… Ο δικαστής με κοίταξε με μισό μάτι: «Μα λουλουδάκια σου πετάξανε, τι σε πείραξε;» είπε και με καταδίκασε να αποζημιώσω το αφεντικό με 100.000 δραχμές. Δεν ήταν λίγα τότε, και πάντοτε δεν τα είχα, οπότε ήρθαν οι κλητήρες σπίτι και κατέγραψαν τα έπιπλα και κάτι πίνακες φίλων ζωγράφων, με εντολή κατάσχεσης. Τελικά κανονίσαμε εξώδικα να τον πληρώνω με δόσεις.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».

Διονύσης Σαββόπουλος: «Η κλεμμένη Συννεφούλα του Μπαντ Σπένσερ και του Τέρενς Χιλ»

Το τρίτο περιστατικό που αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία του, με την ιστορία της «Συννεφούλας» και του «κλεμμένου» κινηματογραφικού soundtrack, συμπληρώνει τον κύκλο του μύθου γύρω από τα σουξέ.

«Έχει κι άλλο όμως, καλύτερο: είμαστε πια στα 1970–71 και με παίρνει κάποιος άγνωστος από το Παρίσι και μου λέει ότι μόλις βγήκε από έναν κινηματογράφο εκεί και είδε την ταινία Ο μαύρος κουρσάρος, όπου απ’ αρχής μέχρι τέλους έχουν βάλει τη μουσική από τη «Συννεφούλα», το άλλο σουξέ από Το περιβόλι του τρελού. Τα χάνω τελείως σε τέτοιες περιπτώσεις. Νιώθω σαν να βρέθηκα παιδί σ’ έναν άγνωστο κόσμο ενηλίκων, δεν ξέρω τι να κάνω. Το είπα στον οργανισμό πνευματικής ιδιοκτησίας, το είπα και στον Πατσιφά στη «Lyra» και μάλλον δεν κάνανε τίποτα.

Ύστερα από λίγο καιρό όμως ήρθε και στην Ελλάδα Ο μαύρος κουρσάρος, πήγα και τον είδα· ήταν μια ταινία με αυτούς που παίζουν ξύλο, τον Μπαντ Σπένσερ και τον Τέρενς Χιλ, και πράγματι είχαν κλέψει τη μουσική από τη «Συννεφούλα» και την παίζαν με παραλλαγές σε όλη την ταινία, οπότε πολύς κόσμος δικαιολογημένα πίστεψε ότι ήμουν εγώ εκείνος που είχε κλέψει τη μουσική της ταινίας.

Πήγα στη Λογοκρισία και ζήτησα σαν απόδειξη αντίγραφο της άδειας που μου δώσαν το ’64 για την κυκλοφορία της «Συννεφούλας» σε δίσκο.
-Δεν κρατάμε αρχείο, μου είπαν.
Μια φορά τους δόθηκε η ευκαιρία να φανούν χρήσιμοι και τη χάσανε. Η γνώμη μου γι’ αυτούς παραμένει η χειρότερη δυνατή.

Βγήκα, εξήγησα, έδωσα συνεντεύξεις, θύμισα ότι η «Συννεφούλα» κυκλοφόρησε το ’65, δηλαδή σχεδόν έξι χρόνια πριν από την ταινία, και την έγραψα στα εφηβικά μου χρόνια, δηλαδή έντεκα χρόνια πριν από την ταινία. Κι όμως, έχουν περάσει πια τόσα χρόνια, και υπάρχουν ακόμα μερικοί σκοταδόψυχοι που επιμένουνε μέχρι τώρα ότι εγώ έκλεψα τη μουσική από την ταινία. Και κλεμμένος και καρπαζωμένος.

Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».


Πηγή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here