Η Ελλάδα διατηρεί ενεργή την ευρωπαϊκή απόρριψη του παράνομου Τουρκο-λιβυκού Μνημονίου ενώ η ΕΕ αποφεύγει κάθε ουσιαστική αντίδραση
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2025 επανέλαβε σχεδόν κατά λέξη τα συμπεράσματα της Συνόδου του Δεκεμβρίου 2019 για τη Λιβύη και το παράνομο Τουρκο-λιβυκό Μνημόνιο. Η διατύπωση είναι η ίδια. Το Μνημόνιο χαρακτηρίζεται παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων τρίτων κρατών, αναφέρεται πως δεν συμμορφώνεται με το Δίκαιο της Θάλασσας ενώ δηλώνεται πως δεν παράγει νομικό αποτέλεσμα.
Η επανάληψη των διατυπώσεων, 6 χρόνια μετά, αποτελεί μία νίκη για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία κατάφερε να αποσπάσει τη σταθερή καταδίκη του παράνομου Μνημονίου σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Ο προβληματισμός ξεκινάει από τη στιγμή που η Ευρώπη δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από ρητορικές καταδίκες χωρίς να ακολουθούν πράξεις.
Το Μνημόνιο του 2019
Από το 2019, η Τουρκία επιχειρεί να εδραιώσει την παρουσία της στη Λιβύη, τόσο στρατιωτικά όσο θεσμικά και οικονομικά. Το 2022 υπεγράφη νέα συμφωνία ενεργειακής συνεργασίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης, με το παράνομο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο λειτουργεί ως εργαλείο γεωπολιτικής επέκτασης.
Η Άγκυρα δεν το χρησιμοποιεί απλώς ως ένα διπλωματικό αφήγημα αλλά επιχειρεί να προχωρήσει στην εφαρμογή του σε έρευνες, θαλάσσιες αδειοδοτήσεις και έμπρακτη αξιοποίηση του περιεχομένου του Μνημονίου ως μία θαλάσσια πολιτική.
Η ΕΕ παραμένει στην αρχική νομική απόρριψη, χωρίς να μεταφράζει τη θέση της σε αποτρεπτικό πλαίσιο καθώς δεν έχει υπάρξει ούτε μία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ακύρωσης των τετελεσμένων επαναλαμβάνοντας το «δεν αναγνωρίζεται» χωρίς να αποτρέπει το «πραγματοποιείται».
Το Δίκαιο της Θάλασσας
Η νομική επιχειρηματολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει θεμελιωμένη στην UNCLOS την ώρα που το παράνομο Μνημόνιο δεν εδράζεται στο Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς παρακάμπτει νησιωτικές επικράτειες τρίτων χωρών, κυρίως της Ελλάδας. Παρότι αυτό διατυπώνεται ρητά και στα συμπεράσματα του 2019 και στο προσχέδιο του 2025, δεν συνοδεύεται από καμία προσφυγή, καμία επιβολή, καμία διπλωματική κίνηση στήριξης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μιλά για Δίκαιο της Θάλασσας χωρίς να ενεργεί ως θεματοφύλακάς του, δεν ενεργοποιεί ευρωπαϊκές διαδικασίες και δεν συνδέει την παραβίαση με κυρώσεις. Απλώς υπενθυμίζει ότι «δεν ισχύει».
Η γεωπολιτική της Ανατολικής Μεσογείου, μετά το 2020, έχει περάσει από φάση επιτήρησης σε φάση ανταγωνισμού. Η Τουρκία επιχειρεί να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της στη Λιβύη, εξάγει στρατιωτική παρουσία, υπογράφει συμβόλαια, ενισχύει τη διπλωματική της εικόνα στον μουσουλμανικό κόσμο. Η Ευρώπη εν αντιθέσει διατηρεί μία φραστική καταδίκη η οποία στις συνθήκες ισχύος της περιοχής, δεν επηρεάζει τις εξελίξεις.
Η Ευρώπη λειτουργεί ως παρατηρητής όταν η πραγματικότητα διαμορφώνεται από αυτούς που δρουν.
Η ελληνική κυβέρνηση σταθεροποιεί την άρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Απέναντι σε αυτό το θεσμικό κενό, η Ελλάδα εφαρμόζει μια διαφορετική λογική. Χτίζει τη συνέπεια διασφαλίζοντας πως η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω κι αν δεν εξελίσσεται, τουλάχιστον δεν αποδομείται, δεν διαβρώνεται και δεν υποβαθμίζεται. Σε κάθε Σύνοδο Κορυφής, σε κάθε προσχέδιο συμπερασμάτων, σε κάθε διπλωματική συζήτηση, η ελληνική πλευρά φροντίζει να επανεπιβεβαιώνεται η νομική ακυρότητα του Μνημονίου.
Το μέγιστο δυνατό μέσα σε μια αδρανή Ευρώπη
Αυτό που επιτυγχάνει η ελληνική πλευρά είναι να διατηρηθεί ο ρεαλιστικός στόχος να μη χαθεί και η τελευταία νομική αναφορά. Σε έναν θεσμό όπου η γεωπολιτική βούληση είναι ασθενής, η σταθερή καταγραφή της ελληνικής θέσης αποτελεί μία νίκη.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο παράνομο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο είναι κλινικά αδρανής. Εδώ και έξι χρόνια, δεν έχει αξιοποιήσει τις νομικές ή διπλωματικές δυνατότητες που διαθέτει. Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι η ευρωπαϊκή αδράνεια δεν σημαίνει παραίτηση. Όσο το Μνημόνιο παραμένει εκτός ευρωπαϊκής αναγνώρισης, όσο η Άγκυρα δεν βρίσκει ερείσματα στις Βρυξέλλες, τόσο η Αθήνα κατορθώνει να κρατά ζωντανό το μόνο εργαλείο ευρωπαϊκής θεσμικής άμυνας που διαθέτει.