Το Βατικανό βάζει τον «αρχιτέκτονα του Θεού» Αντόνι Γκαουντί στο δρόμο της αγιοποίησης
Το διάσημο τέκνο της Βαρκελώνης, Άντονι Γκαουντί είναι γνωστός και ως «αρχιτέκτονας του Θεού» από εκείνους που επισημαίνουν την ευσέβειά του και τις θρησκευτικές εικόνες που υφαίνονται μέσα από τους πανύψηλους πυργίσκους, τα πολύχρωμα κεραμικά και τις κυματιστές γραμμές των έργων του.
Τώρα φαίνεται ότι το Βατικανό ετοιμάζεται να επισημοποιήσει τον «τίτλο» του, καθώς όπως ανακοίνωσε χθες Δευτέρα (14/4) ότι ο Αντόνι Γκαουντί, ο Καταλανός αρχιτέκτονας πίσω από τη βασιλική Σαγράδα Φαμίλια της Βαρκελώνης, μπήκε στο δρόμο της αγιοποίησης. Το Βατικανό ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι ο Πάπας Φραγκίσκος αναγνώρισε τις «ηρωικές αρετές» του Γκαουντί, το πρώτο βήμα της διαδικασίας αγιοποίησης.
Σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Γκαουντί, η ανακήρυξη αποτελεί ένα από τα αρχικά βήματα στη μακρά και περίπλοκη διαδικασία προς την αγιοποίησή του. Οι πιστοί του Γκαουντί ζητούν την αγιοποίησή του εδώ και περισσότερες από τρεις δεκαετίες, επισημαίνοντας πώς οι φανταστικοί πυργίσκοι και η περίπλοκη λιθοδομή της Σαγράδα Φαμίλια έπεισαν πολλούς επισκέπτες να ασπαστούν τον Καθολικισμό.

«Δεν υπάρχουν σοβαρά εμπόδια», δήλωσε ο αρχιτέκτονας και τότε πρόεδρος της Εταιρείας Αγιοποίησης του Γκαουντί, Χοσέ Μανουέλ Αλμουθάρα, το 2003. Περιέγραψε την εταιρεία ως ένα κίνημα 80.000 ανθρώπων παγκοσμίως που προσευχήθηκαν στον Γκαουντί, ικετεύοντάς τον να κάνει θαύματα. Η εκκλησία άρχισε να εξετάζει το αίτημα στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η κατασκευή της Σαγράδα Φαμίλια ξεκίνησε το 1882. Πάνω από 140 χρόνια αργότερα, παραμένει η μεγαλύτερη ημιτελής Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι ο Γκαουντί αφιέρωσε τα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του στο έργο. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ καθαγίασε το κτήριο το 2010, όταν επαίνεσε «την ιδιοφυΐα του Αντόνι Γκαουντί στη μετατροπή αυτής της εκκλησίας σε δοξολογία του Θεού φτιαγμένη από πέτρα».
Χρόνια αργότερα ανακοινώθηκε ότι η βασιλική θα ολοκληρωνόταν το 2026, ημερομηνία που συνέπεσε με την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Γκαουντί. Η ημερομηνία ολοκλήρωσης, ωστόσο, αναβλήθηκε επ’ αόριστον, αφού η πανδημία σταμάτησε την κατασκευή και μείωσε τα τουριστικά έσοδα που ήταν διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση του έργου.