Οι επιδιώξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Στις Βρυξέλλες θα μεταβεί την Πέμπτη 6 Μαρτίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να συμμετάσχει στις εργασίες του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας μετά τη χθεσινή εξαγγελία της προέδρου της Κομισιόν για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για αμυντικές δαπάνες.
Κατά τη διάρκεια του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα γίνει ουσιαστικά και η διαπραγμάτευση για τις λεπτομέρειες που αφορούν τη ρήτρα διαφυγής και τους όρους που θα ισχύουν. Παράλληλα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόνισε ότι η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής θα εξαρτηθεί από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, επιτρέποντας την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των καθαρών δημοσιονομικών εξόδων με ένα σενάριο να είναι ότι η εξαίρεση αυτή θα αφορά μόνο τις νέες παραγγελίες εξοπλισμών και όχι τις υφιστάμενες λειτουργικές δαπάνες.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, σε ανάρτησή του στο X (πρώην Twitter), καλωσόρισε το σχέδιο REARM Europe ως ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της συλλογικής ευρωπαϊκής ασφάλειας, ενώ παράλληλα τόνισε ότι οι λεπτομέρειες πρέπει να καθοριστούν έτσι ώστε όλα τα κράτη-μέλη να επωφεληθούν, ανεξαρτήτως του επιπέδου των αμυντικών τους δαπανών.
Η τελευταία αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη για το επίπεδο των αμυντικών δαπανών των χωρών, αποτυπώνει, σύμφωνα με πηγές, τη στρατηγική που θα ακολουθήσει η Ελλάδα.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, έχουν διαμορφωθεί δύο ομάδες. Από τη μία εκείνοι που ο ομάδες. Από τη μία εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ρήτρα διαφυγής πρέπει να αφορά τις χώρες που ήδη δαπανούν πάνω από 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα με αποτέλεσμα να έχουν περισσότερα δημοσιονομικά περιθώρια χωρίς να επιβαρυνθούν επιπλέον από ευρωπαϊκούς περιορισμούς. Από την άλλη βρίσκονται χώρες που δαπανούν λιγότερο και επιθυμούν ευρύτερη εφαρμογή του μηχανισμού.
Η ελληνική στρατηγική φαίνεται να έχει διπλή στόχευση. Αφενός τη διατήρηση της οικονομικής ευελιξίας για την Ελλάδα, η οποία ξοδεύει πάνω από το 3% του ΑΕΠ της στην άμυνα, πολύ ψηλότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω των γεωπολιτικών της προκλήσεων και αφετέρου την προώθηση της ευρωπαϊκής αμυντικής ενοποίησης, χωρίς όμως να επιβαρυνθούν περαιτέρω οι χώρες που έχουν ήδη υψηλές στρατιωτικές δαπάνες.
Η στάση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τον κεντρικό ρόλο της χώρας στην αμυντική πολιτική της Ευρώπης. Με τις τουρκικές απειλές να παραμένουν μια μόνιμη γεωπολιτική ανησυχία, η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει περιορισμούς στη στρατιωτική της χρηματοδότηση, την ώρα που οι αμυντικές της δαπάνες παραμένουν σταθερά υψηλές. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να φανεί απομονωμένη στην ΕΕ, καθώς η συζήτηση για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα είναι κρίσιμη και συνδέεται άμεσα με άλλες διαπραγματεύσεις.
Η δημόσια τοποθέτηση Μητσοτάκη μέσω της ανάρτησής του στο X φαίνεται να ακολουθεί έναν πιο συμβιβαστικό τόνο ενώ υποστηρίζει μια συνολική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, διατηρώντας ανοιχτές τις διαπραγματευτικές του επιλογές, αποφεύγοντας να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ ή κατά του περιορισμού της ρήτρας διαφυγής.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι από τους πρώτους Ευρωπαίους ηγέτες που έχουν υπογραμμίσει εδώ και καιρό την ανάγκη η Ευρώπη να ενισχύσει τη συλλογική άμυνα και ασφάλειά της, αν θέλει να σταθεί ως υπολογίσιμος γεωπολιτικός παίκτης στο σημερινό σύνθετο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Και έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις προς αυτό οι οποίες αφορούν τόσο τους εθνικούς προϋπολογισμούς, όσο και την ανάγκη κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για μεγάλες επενδύσεις στην άμυνα και συγκεκριμένα για χρηματοδότηση προγραμμάτων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, όπως μια κοινή ευρωπαϊκή αντιπυραυλική ασπίδα, πρόταση που είχε καταθέσει από κοινού με τον πρωθυπουργό της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ τον Μάιο του 2024 και είχε αποκαλύψει το Bloomberg.
Στις αρχές Φεβρουαρίου δε, είχε αρθρογραφήσει στους Financial Times επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές».