Οι τρεις Led Zeppelin, Ρόμπερτ Πλαντ, Τζίμι Πέιτζ και Τζον Πολ Τζόουνς δίνουν καινούριες συνεντεύξεις και ο Τζον Μπόναμ ακούγεται από σπάνιες αρχειακές συνεντεύξεις του
Πρεμιέρα κάνει αυτές τις μέρες (σήμερα Τετάρτη σε IMAX αίθουσες και από τις 7 Φεβρουαρίου σε ευρύτερη διανομή) στις ΗΠΑ το πολυαναμενόμενο ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» του Μπέρναρντ ΜακΜάχον. Ταινία που εστιάζει στα πρώτα χρόνια του κορυφαίου συγκροτήματος, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εποχή που είχαν τεράστια επιτυχία στις ΗΠΑ αλλά στην πατρίδα τους, ελάχιστοι ασχολούνταν μαζί τους. Στο φιλμ μιλάνε οι τρεις επιζήσαντες του συγκροτήματος, Τζίμι Πέιτζ, Ρόμπερτ Πλαντ και Τζον Πολ Τζόουνς, ενώ ο ντράμερ τους Τζον Μπόναμ, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 32 ετών στις 25 Σεπτεμβρίου 1980, ακούγεται μέσα από σπάνιες συνεντεύξεις του που οι δημιουργοί της ταινίας αλίευσαν σε όλο τον κόσμο. Όλα αυτά συνοδεύονται από σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό που οι περισσότεροι, ίσως, βλέπουμε για πρώτη φορά.
Η πιο δύσκολη, όμως, αποστολή του ΜακΜάχον και της συνεργάτιδάς του, Αλισον ΜακΓκούρτι ήταν να πείσουν τους τρεις θρύλους να συμμετέχουν σε αυτή την ταινία. «Αν έβαζα κάποιον που τους ξέρει να τους πάρει τηλέφωνο για να τους πείσει, το πιθανότερο ήταν να μην ενδιαφέρονταν», λέει ο ΜακΜάχον στον Guardian. Άλλωστε οι τρεις τους έχουν απορρίψει πολλές φορές στο παρελθόν προτάσεις για συνεντεύξεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις, πόσο μάλλον για μια βιογραφία όπου θα εμφανίζονταν κι εκείνοι.
Όμως ο Τζίμι Πέιτζ συμφώνησε να τους συναντήσει σε ένα ξενοδοχείο του Λονδίνου το Νοέμβριο του 2017 κρατώντας στα χέρια του διάφορες σακούλες. «Νόμιζα ότι θα μας κέρναγε σάντουιτς», λέει ο ΜακΜάχον για την πρώτη συνάντησή τους με τον θρυλικό κιθαρίστα. Ο ΜακΜάχον έδειξε στον Πέιτζ το storyboard της ταινίας, που περιείχε μόνο εικόνες και όταν έφτασε στην πρώτη συνάντηση του Πέιτζ με τον Πλαντ δέχθηκε την εξής ερώτηση από τον Πέιτζ: «Σε ποιο συγκρότημα έπαιζα τότε;». «Στους Hobbstweedle», ήταν η απάντηση του ΜακΜάχον με τον Πέιτζ να του λέει: «Πολύ σωστά. Συνέχισε».
Στη συνέχεια, ο Πέιτζ άνοιξε τις σακούλες που είχε φέρει μαζί του για να τους δείξει τα παλιά του ημερολόγια από τη δεκαετία του ’60. Μετά από επτά ώρες, με ένα διάλειμμα για απογευματινό τσάι, ο Πέιτζ τους ενημέρωσε: «Είμαι μέσα αλλά πρέπει να πείσετε και τους άλλους να συμμετέχουν».
Δείτε το τρέιλερ:
Μετά από λίγες μέρες ο Πέιτζ τηλεφώνησε στον ΜακΜάχον και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει μαζί του στο Pangbourne όπου ο Πέιτζ έμενε κάποτε σε ένα πλωτό σπίτι και όπου το συγκρότημα έκανε πρόβες. «Κάποια στιγμή αργότερα, μας αποκάλυψε ότι ήταν πρόταση-παγίδα. Αν δεν πηγαίναμε, δεν θα γινόταν η ταινία», λέει ο ΜακΜάχον.
Ο επόμενος που οι συντελεστές της ταινίας προσέγγισαν ήταν ο Τζον Πολ Τζόουνς που είχε ήδη πει ότι δεν τον ενδιέφερε το ντοκιμαντέρ. Ο ΜακΜάχον του έστειλε μια κόπια του παλαιότερου ντοκιμαντέρ τους, «American Epic» στο οποίο παρουσιάζεται η ιστορία των πρώτων ηχογραφήσεων μπλουζ, κάντρι και Μεξικανών μουσικών στη δεκαετία του ’20 με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο ρόλο του αφηγητή. «Του είπα να δει ένα τέταρτο από την ταινία και αν δεν του άρεσε δεν θα τον ενοχλούσαμε ποτέ ξανά», λέει ο ΜακΜάχον. Τελικά, ο Τζον Πολ Τζόουνς του τηλεφώνησε και μετά από τετράωρη συνομιλία, δέχθηκε να συμμετάσχει.
Έμενε ο Ρόμπερτ Πλαντ, ίσως ο δυσκολότερος να πειστεί να συμμετάσχει στο εγχείρημα, αλλά όταν συναντήθηκαν σε μια συναυλία του στη Σκωτία, εκείνος τους είπε ότι του άρεσε το ντοκιμαντέρ τους, «American Epic». Μετά από δύο ακόμα συναντήσεις είπε κι αυτός το ναι. Στη συνέντευξη που παραχώρησε, ο Πλαντ θυμάται πώς ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική, ενώ οι γονείς του τον προόριζαν να γίνει ορκωτός λογιστής και πώς στα πρώτα δύσκολα χρόνια έκλεβε βενζίνη από άλλα αυτοκίνητα.
Ο Μπόναμ είναι παρών στο φιλμ μέσα από τη φωνή του που ακούγεται σε διάφορες συνεντεύξεις. Ο ΜακΜάχον είχε ακούσει κάποτε μια σπάνια συνέντευξή του αλλά δεν είχε ιδέα από που ήταν. Την εντόπισε τελικά στην Αυστραλία σε ένα ατακτοποίητο ραδιοφωνικό αρχείο. «Ο Μπόναμ είναι με έναν τρόπο ο αφηγητής της ταινίας. Οι συνεντεύξεις του προέρχονται από την περίοδο που οι Led Zeppelin είχαν μόλις κάνει επιτυχία. Ο Πέιτζ λέει ότι ο πραγματικός σταρ της ταινίας είναι ο Μπόναμ γιατί αυτά που λέει είναι πολύ εύστοχα», τονίζει ο ΜακΜάχον.
Για να τους κρατήσει μέσα στο θέμα της ταινίας, ο ΜακΜάχον γέμισε το δωμάτιο που έκαναν τις συνεντεύξεις με αντικείμενα των Led Zeppelin, τους έδειχνε βίντεο και φωτογραφίες, αποκόμματα από παλιές εφημερίδες, εισιτήρια συναυλιών. Οτιδήποτε που μπορούσε να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον για το συγκρότημα. «Κάποια στιγμή δείχνουμε στον Πέιτζ ένα απόσπασμα από μια συναυλία τους στο Μπαθ που δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν. Η ταινία, για εμένα, μοιάζει με μυθοπλασία. Οι ίδιοι μας ξεναγούν στην ιστορία τους και καθώς συναντάνε νέα εμπόδια, ξαναζούν το παρελθόν τους», λέει ο ΜακΜάχον.
Οι τρεις Zeppelin δεν ζήτησαν ποτέ να έχουν έλεγχο του μοντάζ, ούτε έκαναν ποτέ ουδεμία παρέμβαση. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν το 2018 και στη συνέχεια οι δύο συνεργάτες της ταινίας αναζήτησαν τη μουσική που θα τη ντύσει, είτε από τις πρώτες ηχογραφήσεις του γκρουπ είτε από τη μουσική των ανθρώπων που τους επηρέασαν ή συνεργάστηκαν μαζί τους. Ταξίδεψαν στην Αμερική και τη Βρετανία εντοπίζοντας σπάνιο υλικό που βρισκόταν ξεχασμένο σε σοφίτες και αποθήκες σε διάφορα μέρη. Σε αντίθεση με άλλα ντοκιμαντέρ, τα τραγούδια στο «Becoming Led Zeppelin» ακούγονται ολόκληρα «γιατί με αυτή την προοπτική γράφτηκαν».
Η ταινία κλείνει με το «What Is and What Should Never Be» από την εμφάνισή τους στο Royal Albert Hall του Λονδίνου το 1970. «Είναι το ιδανικό φινάλε που μας δίνει μια μικρή γεύση για όσα σπουδαία ακολούθησαν. Τον Ιανουάριο του 1970 οι Led Zeppelin ήταν κορυφαία μπάντα στις ΗΠΑ και επέστρεφαν στη Βρετανία όπου το κοινό τους υποδέχθηκε σαν ήρωες που γύρισαν σπίτι τους. Οι οικογένειές τους ήταν εκεί και σε αυτό το σημείο έκλεινε η ιστορία της παιδικής τους ηλικίας», σημειώνει ο ΜακΜάχον.