Διονύσης Σαββόπουλος: «Καλά να ‘μαστε να ανταμώνουμε»

Το newsbomb.gr σας παρουσιάζει αποσπάσματα από το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη

Ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα αναγνώσματα των ημερών αποτελεί το βιβλίο του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Εκεί ο 80χρονος τραγουδοποιός πιάνει το νήμα από την αρχή, από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη επαφή του με τη μουσική και φτάνει έως τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που ο ίδιος αντιμετώπισε. Το όμορφο εξώφυλλο υπογράφει ο εικαστικός Αλέξης Κυριτσόπουλος.

Το newsbomb.gr ξεχώρισε μερικά απολαυστικά αποσπάσματα και σας τα παρουσιάζει:

Για την Αριστερά

«Το καλοκαίρι του ’15 πήγαινα για μπαϊπάς στο Ερρίκος Ντυνάν. Ο μέγας Πράπας μου το ‘κανε. Μου κάναν μια προνάρκωση, για να είμαι ήρεμος. Και βλέπω απέναντι σε μια τηλεόραση ότι κλείνουν οι τράπεζες. Με ξάπλωσαν στο φορείο, με πηγαίναν απ’ τον διάδρομο και η Άσπα και τα παιδιά, μου κρατούσαν το χέρι και τρέχανε δίπλα μου. Λίγο πριν βυθιστώ στη νάρκωση, ψέλισσα: «Σηκώστε τα. Στη Eurobank τα ‘χω». Δεν τα πρόλαβαν βέβαια, εγώ συνήλθα, καλά να ‘μαστε να ανταμώνουμε. Σκέπτομαι μόνο όλη αυτή τη γοητευτική ιστορία της ανανεωτικής Αριστεράς-πώς ξεκίνησε και πώς έφτασε σιγά σιγά να είναι αυτό.

Πολλές φορές με ρωτάνε: «Μα σε αυτό το τραγούδι σου για τη Σούλα και τον Δεσποτίδη, ποια είναι αυτή… “η άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης με τελειωμένα και αθάνατα φτερά”.

Η ευαισθησία μας είναι η άλλη Αριστερά. Δεν έχει κόμμα η ευαισθησία μας. Μόνο αθάνατα φτερά.

Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους».

savvopoulos vivlio.jpg

Για τις ζωντανές εμφανίσεις

«Έτσι δουλεύουμε. Κι όχι μόνο εγώ. Και η Λίνα Νικολακοπούλου και η Δήμητρα Γαλάνη και ο Κραουνάκης και η Τσανακλίδου έχουν τον τρόπο τους. ξέρουν να φτιάχνουν προγράμματα. Τους αναφέρω επειδή οι περισσότεροι αστέρες μας δεν έχουν ιδέα. Βγαίνει ένας, λέει ολίγα τραγούδια, βγαίνει και ο άλλος και πάει λέγοντας. Σ’ όποιο μαγαζί και να πας το ρεπερτόριο είναι περίπου το ίδιο, οι ενορχηστρώσεις περίπου ίδιες. Τα ίδια τραγούδια, η ίδια ατμόσφαιρα. Κόβεις φλέβες.

Νομίζω για εμάς που παίζουμε στα κέντρα, τρεις ήταν οι μεγάλοι καινοτόμοι από τους παλιούς: ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης.

Πριν από τον Μάρκο παίζανε χύμα σαντουρόβιολα, μπουζούκια, κλαρίνα, μαντολίνα…Ο Μάρκος είπε: «Όχι. Θα παίζουν μόνο τρία όργανα, κιθάρα, μπουζούκι, μπαγλαμάς και θα κάθονται πλάι πλάι σε τρεις ψάθινες καρέκλες». Έτσι βγήκε ο καινούριος ήχος.

Ο Τσιτσάνης πρόσθεσε πιάνο, κοντραμπάσο και τύμπανα στο πάλκο, σε ένα σκαλί πιο πάνω. Μπροστά διπλασίασε τα μπουζούκια, πρόσθεσε ακορντεόν και τους τραγουδιστές. Όλοι καθιστοί σε δύο σειρές. Και από πάνω τους μια γιρλάντα με λάμπες χρωματιστές. Ο Τσιτσάνης την έφτιαξε αυτή την εικόνα. Είναι ένα είδος σκηνοθεσίας, δεν μπορείς να πεις. Τέλος, ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε πνευστά και σηκώθηκε όρθιος με τη σολίστ πλάι του, πρώτη φορά γινόταν αυτό. Χιώτης και Μαίρη Λίντα λάμπανε από κομψότητα, κίνηση και μουσική».

Για τη στροφή προς τη Δεξιά

«Με το “Κούρεμα” έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά, επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε το ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Άσε δε τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός.

Τον κωλοελληνισμό, που είναι βαριά κληρονομιά όλων μας, τον κρατούμε λίγο-πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δεν ξέρεις που να κρυφτείς. Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί και γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία. Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν από την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες από το απέναντι πεζοδρόμιο. Άλλοι γράφανε βρισιές στους τοίχους του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα. Τα παιδιά μου είχαν τρομάξει. Ο μεγάλος μου, ο Κορνήλιος, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην “Ελευθεροτυπία” ότι “ο μπαμπάς μου δεν είναι έτσι και γιατί μας λέτε τέτοια πράγματα;”. Τη διάβασα και συγκινήθηκα. Δεν το ‘ξερα, το έκανε εν αγνοία μου το αγόρι μου. Και ήταν φαντάρος τότε, στην Κοζάνη, από εκεί την έστειλε.

Στεναχωριόμουνα. Είμαι καλλιτέχνης και θέλω να μ’ αγαπάνε, λέω στον εαυτό μου “την άλλη φορά να προσέχεις, να τα λες πιο μαλακά”, αλλά όταν έρχεται η ώρα να τα γράψω, το ξεχνάω. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου. Τραγουδάει αυτό που αισθάνεται, χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο. Και όταν το σκεφτεί, είναι αργά».

Για την εποχή της «Αλλαγής»

«Η Ρεζέρβα κυκλοφόρησε σαν διπλός δίσκος με εξώφυλλο και φωτογραφίες του Κώστα Γουδή. Γύρισα στην Αθήνα τον Νοέμβρη του ’79. Είχα ξεμάθει στο βουνό, καί ὁ κόσμος στήν Ἀθήνα μοῦ φάνηκε νευρικός, βιαστικός, φλύαρος. Πολλή κομματίλα τριγύρω, πολλή ἔξαψη, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀκόμη τελειώσει ἡ Μεταπολίτευση. Μά πότε τελείωσε; Το ’81 ἴσως;

Τότε καταργήθηκαν ἐπιτέλους τά πιστοποιητικά κοινωνικῶν φρονημάτων, καταργήθηκε ἡ λογοκρισία, θεσπίστηκε ὁ πολιτικός γάμος καί ἀναγνωρίστηκε ἐπιτέλους ὁ κόσμος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης. Εἴχαμε Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας τόν Κωνσταντίνο Καραμανλή καί πρωθυπουργό τόν Ἀνδρέα. Ποτέ δέν αἰ- σθανθήκαμε τόσο ἀσφαλεῖς, τόσο αἰσιόδοξοι, ὅσο ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Σάν νά δόθηκε το σύνθημα στούς πολίτες β’ κατηγορίας νὰ βγοῦν ἀπ᾿ τίς ὑπόγειες στοές καί νά παίξουν κεντρικό παιχνίδι ἔξω. Ἔτσι ἔφτιαξα τὰ Τραπεζάκια ἔξω. Εἶναι ὁ πιό χαρούμενος δίσκος μου. Ἔτσι ἔκανα τό Ὀλυμπιακό Στάδιο. Καί ὄχι μόνον ἐγώ.

Θυμᾶστε τὸ Πάρτυ στη Βουλιαγμένη τοῦ Λουκια- νοῦ Κηλαηδόνη; Ἦταν ἡ πρώτη γιγαντοσυναυλία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καὶ ὕστερα ἀπό μένα ὁ Νταλά-ρας γέμισε τὸ Ὀλυμπιακό δυό φορές! Γενικά ἄκουγες πολύ ὡραῖα τραγούδια: Γιάννης Μαρκόπουλος, Δῆμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Σταῦρος Κουγιουμτζής, Σταῦρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος. Ἄνθηση! Ὡραῖα χρόνια!

Ἀλλά στο τέλος τῆς δεκαετίας ἀρχίσαμε ξαφνικά να συμπεριφερόμαστε σάν νεόπλουτοι. Ὁ Μένης Κουμανταρέας ἔλεγε ὅτι πρίν ἤμασταν φτωχοί, ἀλλά εἴχαμε τόν πολιτισμό τῆς φτώχειας, καί τώρα γίναμε κιτσάτοι νεόπλουτοι. Μέ τίς εὐρωπαϊκές ἐπιδοτήσεις γιά τή βελτίωση τοῦ πρωτογενοῦς τομέα ἀγόραζαν ἀκίνητα στη Λάρισα καί τὰ τρώγανε στα μπουζούκια μέ κοπέλες πού μᾶς ἔρχονταν ἀπό τή διαλυμένη Σοβιετική Ένωση. Κι αὐτά δέν συνέβαιναν μόνο στόν πρωτογενή τομέα, ἀλλά καί σέ ἄλλους τομεῖς, μέ πιο ἐκλεπτυσμένα γοῦστα.

Το τελευταῖο καλοκαίρι χαρᾶς καί περηφάνιας πού ζήσαμε οἱ Ἕλληνες ἦταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 2004 στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τῆς Ἀθήνας. Μετά ἀφηνιάσαμε. Σέ ἀναλογία πληθυσμοῦ εἴχαμε τη μεγαλύτερη κατανάλωση εἰδῶν πολυτελείας σε σχέση μέ ὅλες τίς ἄλλες χώρες. Ώσπου πέσαμε ἔξω καί τήν κάτσαμε τη βάρκα.

Το 2008 καίγανε τὴν Ἀθήνα τὰ ἴδια της τά παιδιά.

Παρ’ ὅλες τίς λακκούβες, καταφέραμε ὁμαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια πολιτική ὁμαλότητα. Δέν ἔχει ματαγίνει στήν Ἑλλάδα. Αὐτό τουλάχιστον το καταφέραμε. Μποροῦμε νὰ δώσουμε συγχαρητήρια στούς ἑαυτούς μας, καί μήν ἀκούω ἀπό διάφορους ἐναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους «Ἡ χούντα δέν τελείωσε το ’73»…

Κρατήσαμε τή Δημοκρατία μακριά ἀπό τούς γα μοκαμπουρόσαυρους καί προσπαθήσαμε, ὁ καθένας ἀπ᾿ τὴ μεριά του, να φτιάξουμε ἕνα ἔργο πού να δίνει φῶς καί νόημα στα χρόνια πού μᾶς χαρίστηκαν. Νά στήσουμε σπίτι, δουλειά, να μεγαλώσουμε τά παιδιά μας, νὰ χαροῦμε τούς φίλους μας καί νά μή χάσουμε τίς ἐλπίδες μας. Κι ἔτσι φτάσαμε ὥς ἐδῶ.

Καί τώρα;

Ψιθυρίζω τους στίχους τοῦ Ἀναγνωστάκη:

Καλά τή φέραμε τή ζωή μας ὡς ἐδῶ

Μικροζημιές καί μικροκέρδη συμψηφίζοντας

Το θέμα εἶναι τώρα τί λές.

Καί ὁ γερο-Καραμανλής, μέ τή σερραίικη προφο- ρά του, σὰν νὰ τοῦ ἀπαντᾶ ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν:

«Κνοβουλευτισμός, φιλελευθρσμός, Ιὐρώπ’».

Στά φοιτητικά μου τόν πολέμησα. Στά τριάντα μου τόν παραδέχθηκα αὐτόν τόν ἄντρα.

Ἐσεῖς, νεότερα παιδιά αὐτῆς τῆς πολιτείας, πού μὲ τὴν ἱερή της τρέλα καί τό αἰώνιο πάθος της γέννησε τή Δημοκρατία, προστατέψτε την. Προστατέψτε τή Δημοκρατία τῆς μικρῆς μας χώρας.

Να ζήσει ὁ τόπος μας, να ζήσει ἡ Δημοκρατία μας.


Πηγή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here