Προσωπικές ιστορίες, άγνωστες λεπτομέρειες, αφανείς ήρωες….
Η ιστορία έχει δύο παιδιά: το γεγονός και την μαρτυρία.
Τα γεγονότα του αλβανικού μετώπου στον αμυντικό πόλεμο απέναντι στους Ιταλούς του Μουσολίνι λίγο ως πολύ τα κατέχουμε, τουλάχιστον έως ένα βαθμό, προκειμένου να τροφοδοτούν την εθνική μας υπερηφάνεια.
Άρα τι μένει; Οι μαρτυρίες. Προσωπικές ιστορίες, άγνωστες λεπτομέρειες, αφανείς ήρωες…
Ο συγγραφέας των ιστοριών του έπους του 1940, που σας παρουσιάζει σήμερα το Newsbomb, στο αλβανικό μέτωπο είχε, όπως ο ίδιος αναφέρει, μια σπάνια θέση, η οποία του επέτρεπε να παρακολουθεί τις επιχειρήσεις τόσο μέσα από το ελληνικό επιτελείο όσο και από το ιταλικό κατά την προπαρασκευή και εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Τα γραφόμενά του Γ. Ι. Παπαθεοδώρου ξετυλίγουν άγνωστες ιστορίες οι οποίες αποτυπώνονται στο σπάνιο βιβλίο: «Υπηρεσία Υ.Υ. – Άγνωστες σελίδες του αλβανικού μετώπου» (έκδοση Αθήνα 1945)

Τι ήταν όμως η Υπηρεσία Υ. Υ. ;
Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου ο γράφων αναφέρεται στον λοχαγό Εμμανουήλ Βιτσαξάκη. Σύμφωνα με τα γραφόμενα, εκείνος ήταν που διαπίστωσε πως τα μηνύματα επικοινωνίας των Ιταλών ήταν ανοικτά, δηλαδή δεν ήταν κρυπτογραφημένα.
Έτσι λοιπόν:
Με την δραστηριότητα και την ενεργητικότητα που τον διέκρινε κατόρθωσε μέσα σε λίγες ώρες να οργανώσει την υπηρεσία αυτήν που πήρε το όνομα «Υπηρεσία Υποκλοπών» και συνθηματικά υπηρεσία «Υ.Υ.»
Προσωπικές μαρτυρίες
Στο βιβλίο αυτό ο γράφων αναφέρεται τόσο στις προσωπικές του μαρτυρίες, όσο και σε εκείνες άλλων, και ενδιαφέρον έχει ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά στοιχεία που καταγράφονται, το πώς έβλεπαν τον πόλεμο τόσο οι ίδιοι οι αντίπαλοί μας Ιταλοί, όσο και οι Αλβανοί.
Δύο μοναδικές περιγραφές αρκούν:
Τι έλεγαν οι Αλβανοί
Στην Κορυτσά, χάρη στα ιταλικά που ήξερα, μπόρεσα να πλησιάσω πολύ κόσμο. Όχι βέβαια και γυναίκες, που όσο μοντέρνες κι εξελιγμένες κι αν φαίνονται, σαν τις πλησιάσεις διακρίνεις εύκολα πόσο συγκρατημένες και περιορισμένες είναι. Η εμφάνισή τους είναι μάλλον λεπτή και αριστοκρατική. Η ομιλία τους, στην ιταλική, είναι γλυκύτατη — όταν όμως μιλούν αρβανίτικα, χάνουν πολύ.
Από το γιο ενός Μπέη, που το χωριό του είναι το Ζεμπλάκ, έμαθα πως στο σπίτι τους έμεναν Ιταλοί αξιωματικοί. Δεν ήταν η επίθεση εναντίον της Ελλάδος που τους στεναχωρούσε πολύ. Καλύτερα βέβαια ήταν να μην γίνει, αλλά τέλος πάντων, θα είναι στρατιωτικός περίπατος γιατί όλα έχουν κανονιστεί διπλωματικώς!
Από εκεί όμως θα τους πουνε να πάνε στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στην Περσία και ακόμη ποιος ξέρει πού. Κάπου απ’ όλα αυτά τα μέρη, σ’ ένα, θα αφήσουν το τομάρι τους. Έτσι έλεγαν.
Αυτά τα λόγια τα άκουσα κι από άλλους Αλβανούς αργότερα και πίστεψα πραγματικά πως ήταν αλήθεια. Πολύ αργότερα τα έμαθα κι από Ιταλούς αιχμαλώτους.
Όσο για τις νίκες μας, όλοι εξέφραζαν τον θαυμασμό τους με ειλικρίνεια — αλλά αν τους πρόσεχε κανείς, θα έβλεπε πως αυτή η ειλικρίνεια… είχε και κάποια πικρία.
Μάθημα εθνικής συνειδήσεως
Ο Αλβανός πολύ δύσκολα ξανοίγεται σε δικές του σκέψεις και γνώμες. Είναι πολύ επιφυλακτικός. Σαν καταλάβει όμως λιγάκι πως από σένα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και ακόμη πως εσύ έχεις τις ίδιες ιδέες με εκείνον, τότε σου μιλά καθαρά.
Αυτό ακριβώς γινόταν με μένα. Σ’ αυτό τους επηρέαζε και η ιταλική γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε στις συζητήσεις μας, και το γεγονός πως για τις σπουδές μου προτίμησα την Ιταλία.
Μίλησα με Αλβανούς κάθε τάξης και κατηγορίας. Όλοι, σαν να ήταν συνεννοημένοι, μας έλεγαν:
— Είμαστε ένα μικρό κράτος. Αν δεν είμαστε κάτω από τον έναν θα είμαστε κάτω από τον άλλον. Το χουμε πάρει απόφαση, με τους Ιταλούς περνούσαμε καλά. Έργα μας κάνανε. Από εμπορεύματα και τρόφιμα είναι γεμάτα τα μαγαζιά. Ημερομίσθιο καλό πληρωνόμαστε, δουλειές υπήρχαν για όλους. Με σας μπορεί να περάσουμε καλύτερα, ίσως όμως και χειρότερα… Η αμφιβολία αυτή μας κρατά διστακτικούς. Γι’ αυτό θυμόμαστε την εποχή των Ιταλών…
Αυτά τα είπα στους αξιωματικούς του λόχου μου, μα κείνοι δεν με πίστεψαν. Πήγαμε τότε μια μέρα με τον υπολοχαγό κ. Φωτάκη σε ένα μπακάλικο της εκλογής του. Βαδίζαμε βάσει καταστρωμένου σχεδίου.
Ρωτήσαμε διάφορες τιμές. Εγώ εκτελούσα χρέη διερμηνέα.
— Είστε ευχαριστημένοι που διώξαμε τους Ιταλούς; ρωτούσε ο υπολοχαγός.
— Βέβαια, βέβαια, απαντούσαν και φρόντιζαν να δείξουν με κάθε τρόπο την αηδία τους για τους Ιταλούς…
Τότε εγώ έπαιρνα το λόγο αυθαίρετα. Ο αξιωματικός, τους έλεγα, δεν ξέρει ιταλικά και μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Έζησα πέντε χρόνια στην Ιταλία. Οι Ιταλοί είναι κύριοι καθώς πρέπει…. Εσείς πολύ σωστά αυτή τη στιγμή δεν μπορείτε να εκδηλωθείτε, όπως κι εγώ, αλλά η πραγματικότητα αυτή είναι.
Έτσι είχαμε συμφωνήσει με τον υπολοχαγό να πω. Εκείνος κοίταξε να τους ψυχολογήσει. Σαν βγήκαμε έξω, ο υπολοχαγός χωρίς δισταγμό παραδέχτηκε πως είχα δίκιο.
Και του έδειξα τότε μια εκατοστάρικη μποτίλια κονιάκ και ένα κομμάτι τυρί που μου είχαν δώσει με τρόπο!
(…)
Τι έλεγαν οι Ιταλοί
Και η αφήγηση συνεχίζεται σε άλλο σημείο για τις ιταλικές αντιδράσεις:
Μεταξύ των αιχμαλώτων που μας είχαν κουβαλήσει ως τώρα ήταν και ένας ανθυπολοχαγός Δανάσκι Ευγένιος, από την Νοβάρα. Ήταν νεαρός, εύσωμος, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Σωστό παλικάρι.
Για αυτό υπήρχε ένα σημείωμα πως πιάστηκε πάνω στο 1178, ενώ διόρθωνε το πολυβόλο του. Όλοι οι στρατιώτες του ήταν σκοτωμένοι ή τραυματίες.
(…)
Λίγο αργότερα πιάσαμε με τον ανθυπολοχαγό τη συζήτηση.
— Όπως άκουσες, μου έλεγε, εγώ ήμουν πάνω στο 1178. Τα τμήματά σας ξεκίνησαν από την Τρεμπεσίνα (σ.σ. βουνό στην Αλβανία). Με μια γρήγορη κίνηση κυκλώσανε την Άρτζα ντι Σόμπρα και μετά, χωρίς να χάσουν ούτε δευτερόλεπτο, επιτέθηκαν εναντίον μου. Εγώ είδα μια φάλαγγα, που βάδιζε ακριβώς κατά πάνω μου. Μια άλλη που βάδιζε εναντίον του 1226. Είδα και κάτι άλλους που βάδιζαν κάτω και δυτικά του 1178, αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ήταν δικοί μας ή δικοί σας.
Τα κράνη τους έδειξαν μια αναλαμπή που θα έλεγε κανείς πως ήσαν ιταλικά (που να ήξερε ο καημένος πως οι δικοί μας τέτοια φορούσαν γιατί τους άρεσαν)
Πάνω που έκανα αυτές τις σκέψεις, ακούω να φωνάζουν: ΣΑΒΟΪΑ
Έμεινα πια ήσυχος, ήταν δικοί μας. Έστρεψα τότε τα πολυβόλα μου προς τις δύο άλλες φάλαγγες, αλλά το αποτέλεσμα όπως βλέπεις ήτα να βρίσκομαι εδώ.
— Δεν μου λες, τον ρωτώ. Το σχέδιό μας άξιζε τίποτε; Εγώ προσωπικώς, κι αυτό μεταξύ μας, δεν έχω καμιά εκτίμηση στους αξιωματικούς μας.
Εκείνος χωρίς κανένα δισταγμό άρχισε να μου λέει:
— Δεν έχεις δίκιο. Εγώ από τους δικούς μας αξιωματικούς έχω ακούσει τα αντίθετα. Και μην πας μακριά, η εξυπνάδα τους φάνηκε σήμερα. Η απόφασή να καταλάβουν το 1226 φανερώνει πως ξέρουν καλά τη δουλειά τους, αλλά φανερώνει συγχρόνως την ηλιθιότητα των δικών μας. Το ύψωμα 1226, έφαγε το 1178. Εγώ
μόλις σας είδα να ανεβαίνετε με μπήκα στο νόημα. Ειδοποίησα τους δικούς μας να στείλουν κι αυτοί δυνάμεις να σας αποκρούσουν αλλά οι δικοί σας, πρόλαβαν. Από το 1226 άρχισαν να βάλλουν το 1178. Τα πολυβολεία μας βαλλόμενα από ψηλά, αχρηστεύτηκαν. Οι στρατιώτες μου έπεφταν ο ένας ύστερα από τον άλλον. Εγώ σώθηκα ως εκ θαύματος. «Αχ, αυτο το 1226! Αν έλειπε, το 1178 δεν θα έπεφτε και εγώ τώρα δεν θα ήμουν εδώ»
— Οι στρατιώτες μας τα καταφέρνουν λιγάκι; Τον ερωτώ
— Λιγάκι! μονόλογει έκπληκτος. Σε διαβεβαιώ, μου λέει, ούδέποτε φανταζόμουν πως υπάρχουν άνθρωποι στον 20ό αιώνα να θυσιάζονται όπως οι δικοί σας στρατιώτες. Ένας συνάδελφός μου, που ήταν στο 1920, μας διηγιόταν πως συνέλαβαν έναν στρατιώτη σας, που είχε ανέβει στην κορυφή. Δεν είχε μαζί του ούτε σουγιά. Νόμιζαν πως επρόκειτο περί αυτομόλου.
Μα καλά εσύ δεν είχες ούτε σουγιά μαζί σου! Μωρέ λίγο ακόμη και θα ‘παιρνα το όπλο του σκοπού κι ύστερα τα λέγαμε!
Ο αναγνώστης ίσως το θεωρήσει αυτό ιταλική υπερβολή. Δεν προσπαθώ καθόλου να τον πείσω. Εξάλλου είτε συνέβη είτε όχι, τουλάχιστον φανερώνει ποια ιδέα είχαν για εμάς οι Ιταλοί.
Ο αξιωματικός δεν παρέλειψε να εκφράσει τη συγκίνησή του από τις περιποιήσεις, που του έκαμαν, ευθύς από τις πρώτες στιγμές της αιχμαλωσίας του. Και να σου πω την αλήθεια, μου λέει. Δεν τις περίμενα.
Σκέψου, μου λέει, πως πρόσφερα σε έναν αξιωματικό σας τα άρβυλα μου γιατί τα δικά του ήταν τελείως σπασμένα, και δεν τα δέχτηκε.
Μου πήρε μερικά μόνο στρατιωτικά καρτ ποστάλ…
Ο χάρτης επιχειρήσεων
Στο τέλος του βιβλίου μάλιστα πέραν όλων των άλλων αποκαλυπτικών στοιχείων παρουσιάζεται και ένας χάρτης επιχειρήσεων:

