15 χρόνια από την ημέρα που ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την είσοδο της χώρας στην εποχή των μνημονίων
Ήταν ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Το ημερολόγιο έγραφε 23 Απριλίου του 2010 και στις οθόνες όλων των τηλεοπτικών δεκτών εμφανίστηκε μια ειδυλλιακή εικόνα από το Καστελόριζο, με τη θάλασσα να κυματίζει ευχάριστα, τον ήλιο να αγγίζει απαλά το μικρό λιμανάκι και τις βαρκούλες να αρμενίζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Σε πρώτο πλάνο ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου. Είχε αποφασίσει να συνδέσει την παραπάνω ιδανική εικόνα της Ελλάδας με μια από τις πιο επώδυνες εποχές της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Η επιλογή του αυτή, να ανακοινώσει δηλαδή επί της ουσίας την χρεωκοπία της χώρας και την είσοδο της χώρας στα μνημόνια και την επιτροπεία, μπροστά σε μια εικόνα που θύμιζε περισσότερο καρτ-ποστάλ, έμελλε να διδάσκεται ακόμη και στα πανεπιστήμια ως μια επικοινωνιακή στρατηγική που ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.
Σαν σήμερα λοιπόν, μπορεί κανείς να τοποθετήσει την επίσημη έναρξη της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα, της οδύσσειας των μνημονίων για τους πολίτες της χώρας και της βίαιης φτωχοποίησης του ελληνικού λαού.
Η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου είχε πρακτικά δύο επιλογές, καθώς κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έθετε στο τραπέζι οποιαδήποτε ριζοσπαστική λύση που θα απαιτούσε ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ: Η μία ήταν να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά όλες τις απαιτήσεις των θεσμών προκειμένου να χορηγηθούν τα απαιτούμενα κονδύλια και η χώρα να βγει σύντομα, αν και λαβωμένη, από την περιπέτεια. Η δεύτερη ήταν να προχωρήσει αργά και βασανιστικά στις ίδιες, ή και χειρότερες πολιτικές οικονομικής αφαίμαξης. Η κυβέρνηση Παπανδρέου επέλεξε το δεύτερο, δηλαδή τη μέθοδο του μιθριδατισμού, με σταδιακή και συνεχή χορήγηση ενός «δηλητηρίου» σε υποτίθεται μη θανατηφόρες δόσεις, που όμως αποδείχτηκε ότι απλώς επέτεινε και βάθυνε την κρίση.
Η τότε κυβέρνηση εμφανιζόταν καθησυχαστική, λέγοντας ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικό οικονομικό πρόβλημα, ούτε και πρόβλημα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, αλλά απλώς μια «κρίση εμπιστοσύνης» που θα λυνόταν εύκολα με τα προτεινόμενα μέτρα.
Αυτό το επιχείρημα άλλωστε αποτελούσε συνέχεια του επιχειρήματος της προηγούμενης κυβέρνησης, της ΝΔ, η οποία παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση που είχε ήδη ξεσπάσει μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, επέμενε μέχρι το 2008 ότι η οικονομία της Ελλάδας είναι… «θωρακισμένη».
Επιστρέφοντας στην «κυβέρνηση του Καστελόριζου», θυμάται κανείς τη χαρακτηριστική καθυστέρηση των αρμόδιων υπουργών, ειδικά σε θέματα συγχώνευσης κρατικών οργανισμών, μια διαδικασία που αν και επώδυνη αποτελούσε κεφαλαιώδους σημασίας παράγοντα για την τρόικα των διεθνών θεσμών που επέβλεπαν (ή και καθόριζαν) την οικονομική πολιτική στην Ελλάδα.
Άλλωστε, ήδη από το 2009, αρκετούς μήνες πριν ο πρωθυπουργός Παπανδρέου «προσγειωνόταν» στο γραφικό λιμάνι του Καστελόριζου, τα αρμόδια υπουργεία είτε δεν είχαν καταλάβει, είτε δεν είχαν την ικανότητα να λάβουν μέτρα για να σταματήσει η εκροή κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες. Μια εκροή τόσο μαζική που τελικά τις αποδυνάμωσε σε τέτοιο βαθμό που αργότερα χρειάστηκε η.. τριπλή ανακεφαλαιοποίησή τους το 2013, το 2014 και το 2015, με κύριο «αιμοδότη» το ελληνικό δημόσιο και τους Έλληνες φορολογούμενους.
.jpg?t=NnPrzku32f7w8oHYkF7GsA)
Ο Γιώργος Παπανδρέου στο Καστελόριζο το 2010
Eurokinissi
Ενδεικτικό της βραδύτητας ήταν το ότι μέχρι τον Απρίλιο του 2010, όταν και έγινε η ανακοίνωση, δεν είχαν καν συμπληρωθεί όλες οι θέσεις του κρατικού μηχανισμού που είχαν προκηρυχθεί μέσω του νεοσύστατου τότε, opengov, αφήνοντας τη χώρα με έλλειψη στελεχιακού δυναμικού σε μια στιγμή που το είχε απόλυτη ανάγκη.
Όλα έδειχναν ότι η τότε κυβέρνηση δεν είχε διδαχτεί τίποτα από σύγχρονες οικονομικές κρίσεις σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως για παράδειγμα η Σουηδία, που ολοκλήρωσε όλο μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα σε έξι μήνες και εντός τριών ετών η λεγόμενη «χρεωκοπία της Στοκχόλμης» αποτελούσε παρελθόν.
Φυσικά, ούτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί φαίνεται πως βρίσκονταν σε ιδιαίτερη εγρήγορση. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Χοσέ Λουίς Θαπατέρο στο βιβλίο του «Το δίλημμα: 600 ημέρες ιλίγγου», που αναφέρεται στην κρίση στην Ελλάδα, αναφέρει ότι στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Οκτώβριο του 2009, οι ευρωπαίοι ηγέτες φάνηκαν να υποβαθμίζουν τα προβλήματα της Ελλάδας, όντας σε ύπνωση και με πλήρη άγνοια των κινδύνων από την επερχόμενη κρίση χρέους. Αντιθέτως, ασχολήθηκαν με την προετοιμασία για τη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την τελική φάση της διαδικασίας της επικύρωσης της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Μετά την ανακοίνωση του τότε πρωθυπουργού στο Καστελόριζο, ακολούθησε ένα καλοκαίρι κατά το οποίο η Ελλάδα δεν φιγουράριζε στα διεθνή ΜΜΕ για τη μαζική προσέλευση τουριστών με γραφικές εικόνες όπως αυτή του Καστελόριζου, αλλά για την οικονομική κρίση που μόλις ξεκινούσε. Τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ έστειλαν ως ανταποκριτές στην Αθήνα τους καλύτερους δημοσιογράφους, σε πολλές περιπτώσεις εξειδικευμένους στο οικονομικό ρεπορτάζ, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέφεραν στον πλανήτη μια χαοτική πολιτικο-οικονομική εικόνα. Αντίστοιχες άλλωστε ήταν οι αναφορές που έκαναν οι ξένες πρεσβείες στην Αθήνα, που μετέφεραν στις μητροπόλεις τους μια εικόνα «Βαβέλ» και αδυναμίας συνειδητοποίησης του μεγέθους του προβλήματος.
Ακολούθησε η κρίσιμη συνεδρίαση στις Κάννες τον Οκτώβριο του 2011. Ήταν η τελευταία προσπάθεια του Γιώργου Παπανδρέου να ανατρέψει την κατάσταση που είχε πλέον αντιληφθεί ότι είχε επιβληθεί στην Ελλάδα, με τον ίδιο να προτείνει στους ευρωπαίους ομολόγους του των ισχυρότερων κρατών της Ένωσης, παρέμβαση της ΕΚΤ για την αγορά ελληνικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, κάτι που ο ίδιος πίστευε ότι αν γινόταν θα αποσοβούσε την κρίση. Στην ίδια συνεδρίαση, κ. Παπανδρέου έπαιξε και το «χαρτί» του δημοψηφίσματος που φέρεται να εξόργισε τόσο τους ομολόγους του, όσο και την εσωτερική αντιπολίτευση στη χώρα, αλλά και εντός του κόμματός του. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού αμέσως μετά την επιστροφή του από τις Κάννες, θα δήλωνε ότι «ουσιαστικά πήγα στις Κάννες μόνο με τυπική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Είχα ήδη ανατραπεί». Στο προαναφερόμενο βιβλίο του, ο Χοσέ Λουίζ Θαπατέρο, θα περιγράψει έναν Γιώργο Παπανδρέου που αγωνιζόταν αγωνιωδώς, πλην ματαίως, συχνά κάθιδρο, απομονωμένο και απελπισμένο να πείσει την ευρωπαϊκή ηγεσία και κυρίως την κυβέρνηση της Μέρκελ να συνδράμει στο ελληνικό πρόβλημα, ως άρρηκτα συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή τύχη.
Ήταν η πρώτη φάση της περιόδου που σημαδεύτηκε αργότερα στο πολιτικό σκηνικό από την καθίζηση της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου, τη δημιουργία της μη εκλεγμένης κυβέρνησης Παπαδήμου, την ανάδειξη του Αντώνη Σαμαρά στην πρωθυπουργία. Κυρίως όμως αποτέλεσε την αρχή μιας σκληρής εποχής βίαιης φτωχοποίησης του ελληνικού λαού, δραματικής μείωσης των μισθών, μαζικών απολύσεων και φυγής νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, μια κατάσταση που διήρκεσε σχεδόν μέχρι το 2018-19.