Ο Συνήγορος του Πολίτη απέστειλε προς τη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τα σχόλιά του επί του σχεδίου νόμου με τίτλο «Ζούμε αρμονικά Μαζί-Σπάμε τη Σιωπή: Ρυθμίσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία και άλλες διατάξεις».
Με αφορμή την προώθηση του σχεδίου, η Ανεξάρτητη Αρχή εξέφρασε, μεταξύ άλλων, προβληματισμό για την διαφαινόμενη κλιμάκωση της έντασης και βίας και τα διαχρονικά συστημικά κενά που ταλανίζουν τις σχολικές κοινότητες και διατύπωσε τις επιφυλάξεις της ως προς επί μέρους διατάξεις.
Με αφορμή το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, ο Συνήγορος επισημαίνει, ότι, ιδίως μετά την περίοδο ισχύος των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, παρατηρείται αύξηση των φαινομένων έντασης στα σχολεία, τα οποία δεν σχετίζονται μόνο με την εκδήλωση βίας, αλλά συνολικά με την επικοινωνία στις σχολικές μονάδες, καθώς και τα διαφαινόμενα σοβαρά ελλείμματα στις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιών, εκπαιδευτικών και γονέων, κ.ά.
Περαιτέρω, από τις επισκέψεις σε σχολικές μονάδες και τις επιμορφώσεις επαγγελματιών, προκύπτει, ότι οι εκπαιδευτικοί εν μέρει λόγω και της απουσίας πρωτοβουλιών συστηματικών και καθολικών επιμορφώσεων, αισθάνονται, ότι στερούνται καθοδήγησης και υποστήριξης σε αρκετά ζητήματα της σχολικής ζωής (διαχείριση κρίσεων, παραπομπή περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν.3500/20065, συνεργασία με άλλες υπηρεσίες της κοινότητας, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων κ.λπ.), ενώ οι μαθήτριες και οι μαθητές διατυπώνουν συχνά την πεποίθηση πως δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη στο σχολικό περιβάλλον και ότι τα μαθητικά συμβούλια υπάρχουν προσχηματικά, χωρίς να ενημερώνει κανείς τους/τις εκπροσώπους για τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και συνολικά το πλαίσιο λειτουργίας τους.
Οι συχνές τροποποιήσεις της νομοθεσίας και του πλαισίου -παρά τις καλές προθέσεις επιτείνουν την ανασφάλεια που βιώνουν τα μέρη της εκπαιδευτικής κοινότητας, ενώ η πολυπλοκότητα του διοικητικού έργου, ιδίως για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, φαίνεται, ότι δυσχεραίνει την εκπλήρωση του πολύτιμου παιδαγωγικού τους ρόλου.
Περαιτέρω, ο Συνήγορος έχει διαπιστώσει πως οι περισσότερες σχολικές μονάδες καταρτίζουν τους σχολικούς κανονισμούς δίχως να προηγηθεί συζήτηση με τα μέλη της σχολικής κοινότητας -σύμφωνα και με τις προβλέψεις του άρθρου 37 ν. 4692/2020- ενώ λίγες είναι οι σχολικές μονάδες που επενδύουν σε προγράμματα σχολικής διαμεσολάβησης για την αντιμετώπιση της βίας και της επιθετικότητας μεταξύ των μαθητριών/μαθητών, όπως προβλέπεται στην υπ’ αρ. 18890/ΓΣ2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας, επικαλούμενες την έλλειψη επαρκούς χρόνου.
Στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης και ενδυνάμωσης, στην οποία κινείται και η παρούσα πρωτοβουλία, εκτιμάται, ότι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και προηγούμενες προσπάθειες, που φαίνεται να έχουν αποδυναμωθεί, όπως το Παρατηρητήριο Πρόληψης της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού, που ιδρύθηκε με την υπ’ αρ. 159704/Γ7/2012 απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά φαίνεται να είναι αδρανές.
Το ελληνικό σχολείο, εξάλλου, φαίνεται να βιώνει μια αμφιθυμία ως προς τον ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι εξειδικευμένοι/ες επαγγελματίες, με τους/τις οποίους/ες ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς εμφανίζεται εν μέρει φοβικό σε ό,τι αφορά την επαφή των μαθητών/τριών με το προσωπικό αυτό (έστω και σε επίπεδο πρώτης επαφής).
Παράλληλα, ο πολύτιμος ρόλος του/της ψυχολόγου και του/της κοινωνικής λειτουργού, χρήζει σαφούς ενδυνάμωσης τόσο με τη διασφάλιση της παρουσίας εξειδικευμένων επαγγελματιών σε όλες τις σχολικές μονάδες ανεξαιρέτως και με σταθερή παρουσία καθ΄ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας όσο και με την επιδίωξη της σταθερότητας στα πρόσωπα αναφοράς αυτά που υπηρετούν σήμερα με ολιγόμηνες συμβάσεις, ώστε να επιτυγχάνεται η εξοικείωση με τη σχολική μονάδα, να καλλιεργείται η εμπιστοσύνη των μαθητών/τριών και, τελικά, να ασκείται το παρεχόμενο υποστηρικτικό έργο πραγματικά λειτουργικά προς το συμφέρον της σχολικής κοινότητας.
Στην έλλειψη επαρκών εργαλείων φαίνεται να έχουν συμβάλει, τέλος, η απομόνωση του σχολείου από την κοινότητα, με τους υποστηρικτικούς φορείς της οποίας συχνά δεν είναι εξοικειωμένο ή εμφανίζει επιφυλακτικότητα για συνεργασία (λ.χ. Ομάδες Προστασίας Ανηλίκων Δήμων, Κοινωνικές Υπηρεσίες, Κέντρα Πρόληψης), αλλά και η αγωνία και, ενίοτε, απροθυμία ενεργοποίησης θεσμών του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, λόγω φόβου δίωξης σε βάρος εκπαιδευτικών ή, γενικότερα, των αρνητικών αντιδράσεων των γονέων/κηδεμόνων μαθητών/τριών που χρήσουν αξιολόγησης, πλαισίωσης και υποστήριξης.
Με αφετηρία τις παραπάνω βασικές διαπιστώσεις του Συνηγόρου ως προς τις θετικές μέχρι σήμερα πρωτοβουλίες αλλά και τα υφιστάμενα κενά σε συνδυασμό με τις διαρκώς εντεινόμενες ανάγκες που απορρέουν από μία εικόνα κλιμακούμενης έντασης και δυσαρμονίας λόγω –μεταξύ άλλων της ενδοσχολικής βίας- διατυπώνονται οι ακόλουθες
παρατηρήσεις και αντίστοιχες προτάσεις της Αρχής:
Πριν την κατ’ άρθρο παράθεση των παρατηρήσεων της Αρχής, σκόπιμο είναι να επισημανθεί, ότι, παρά τις σχετικές συστάσεις της Επιτροπής του ΟΗΕ για εξασφάλιση της ουσιαστικής συμμετοχής των παιδιών σε αποφάσεις που τα αφορούν, όπως οι συστάσεις αυτές περιλήφθηκαν στις καταληκτικές παρατηρήσεις για τη χώρα μας, απουσιάζει η διαβούλευση με τα παιδιά κατά το στάδιο της εκπόνησης του σχεδίου.
Άρθρο 4
Ο ορισμός της «ενδοσχολικής βίας» και του «εκφοβισμού» γίνεται με ενιαίο τρόπο, δηλαδή χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ των δύο διαφορετικών εννοιών, με αποτέλεσμα την πρόκληση σύγχυσης αναφορικά με την ορολογία και κατ’ επέκταση τον χαρακτηρισμό των πράξεων.
Η έννοια της σχολικής βίας, που είναι ευρύτερη του σχολικού εκφοβισμού, περιλαμβάνει και μεμονωμένες πράξεις και συμπεριφορές που εμπεριέχουν βία και προέρχονται από μαθητές/τριες, εκπαιδευτικούς ή και γονείς/κηδεμόνες ή στρέφονται κατά αυτών. Ως εκ τούτου, εφόσον πρόθεση του σχεδίου αποτελεί η καταγραφή και διαχείριση όλων των εκφάνσεων αυτών (όπως προκύπτει από την αναφορά σε συμπεριφορές εκπαιδευτικών στο εν λόγω άρθρο), ανεξάρτητα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και την βαρύτητα των περιστατικών (δηλ. από το εάν πρόκειται για σχολικό εκφοβισμό ή μεμονωμένες πράξεις μειωμένης απαξίας), επιβάλλεται η σαφής διάκριση και αναφορά του τρόπου καταγραφής, αναφοράς αλλά και διαχείρισης, προς αποτροπή σύγχυσης, παρερμηνειών και εσφαλμένων προσεγγίσεων λόγω της έλλειψης ενός συνεκτικού πρωτοκόλλου διαχείρισης.
Με δεδομένη τη παράθεση περιπτωσιολογίας στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνίζεται, ότι στην έννοια της σχολικής βίας και του εκφοβισμού περιλαμβάνονται και συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα εκτός σχολικού χώρου (λ.χ. επιθέσεις από συμμορίες ομηλίκων, διαδικτυακή παρενόχληση).
Άρθρο 6
Κρίνεται σκόπιμο στη παρούσα διάταξη να διευκρινιστεί, ότι, πέραν των μαθητών, των γονέων και όσων ασκούν της επιμέλεια μαθητών, πρόσβαση στην πλατφόρμα καταγγελίας έχουν και πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι ή με βάση άλλου είδους αποφάσεις την κηδεμονία μαθητή/τριας (λ.χ. εντεταλμένος επίτροπος ασυνόδευτου ανηλίκου, κοινωνικός λειτουργός δομής φιλοξενίας που δεν έχει αναλάβει την επιμέλεια του ανηλίκου, σύλλογος γονέων και κηδεμόνων).
Άρθρο 7
Προβληματισμό προκαλείτο γεγονός, ότι για την επεξεργασία και διαχείριση των αναφορών, πέραν του Διευθυντή και του Συμβούλου σχολικής ζωής, απουσιάζει απουσιάζει αναφορά στις ΕΔΥ, στους ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς των σχολείων κ.λπ.
Άρθρο 8
Η διατύπωση της διάταξης ενδέχεται να προκαλέσει την αίσθηση δημιουργίας ή λειτουργίας παράλληλου συστήματος χειρισμού αναφορών βίας και εκφοβισμού μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας και των οργάνων λήψης, διαχείρισης και επεξεργασίας της αναφοράς (σε επίπεδο σχολικής μονάδας, Διεύθυνσης Εκπαίδευσης αλλά Υπουργείου), διαφορετικού από
εκείνο που ακολουθείται σε περίπτωση που η αναφορά/καταγγελία γίνει μέσω των παραδοσιακών οδών λ.χ. καταγγελία στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης, στη Διεύθυνση του Σχολείου. Η κατάλληλη διευκρίνιση θα αποτρέψει σύγχυση ως προς την εμπλοκή και τον ρόλο των οργάνων του εκπαιδευτικού συστήματος και ενδεχόμενη να αποδυνάμωση της επιχειρούμενης μέσω του σχεδίου καταγραφής του φαινομένου της σχολικής βίας προς επιστημονική αξιοποίηση.
Άρθρο 13
Η προτεινόμενη διάταξη δέον, όπως καταστήσει σαφές, ότι η διεύρυνση του κύκλου των προσώπων που έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των παιδιών και των κηδεμόνων τους, γίνεται αποκλειστικά για σκοπούς ερευνητικούς, η δε αξιοποίηση αφορά σε (ανώνυμες ή/και) ανωνυμοποιημένες αναφορές.
Άρθρο 14
Ο Συνήγορος του Πολίτη καταθέτει την ανησυχία του, ότι οι υπεύθυνοι θα περιορίζονται κατά την άσκηση του έργου τους λόγω φόβου απειλών και διώξεων. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν διατάξεις διασφάλισης (λ.χ. θέσπιση ακαταδίωκτου), όπως έχει προτείνει ο Συνήγορος ήδη, σε σχέση με τις αναφορές που υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές από εκπαιδευτικούς, σύμφωνα με το άρθ. 23 του ν. 3500/2006.
Τέλος επισημαίνεται ότι στη διάταξη και γενικότερα στο σχέδιο δεν περιλαμβάνεται σύστημα ενημέρωσης του πολίτη για την πορεία της διερεύνησης σε συνέχεια της αναφοράς του ή την κατάληξη αυτής.